- νυγματωδῶς
- νυγματώδηςpunctuatedadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νυγματώδης — νυγματώδης, ῶδες (Α) [νύγμα] 1. αυτός που μοιάζει με νύγμα («ἡ τῆς καρδίας πήδησις πυκνὴ καὶ νυγματώδης», Αριστοτ.) 2. αυτός που προκαλεί νυγμό, που κεντά, που τσιμπά ή αυτός που εκδηλώνεται με τσίμπημα, με κέντρισμα («νυγματώδης πόνος»). επίρρ … Dictionary of Greek